-
1 τινασσω
(aor. ἐτίναξα - pass. ἐτινάχθην)1) потрясать, размахивать(αἰγίδα Hom.; λόγχας Soph.; λαμπάδας Arph.; med. δούρατος ἀκμάς Theocr.; τοῖς ὅπλοις Plut.)
τ. γαῖαν Hom. — колебать землю;τινάσσεσθαι πτερά Hom. — махать крыльями, парить2) ворошить, разбрасывать(θημῶνα ἠΐων Hom.)
χειρὴ ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα Hom. — (Афродита) взяла (Елену) рукой за платье и потянула ( чтобы заставить обернуться)3) бряцать, перебирать(νεῦρα κιθάρας Anth.)
4) толкать, опрокидывать(θρόνον ποσί Hom.)
5) с размаха бросать, метать(ἀστεροπήν Hom.)
См. также в других словарях:
ήια — (I) ἤϊα και ᾖα, τὰ (Α) 1. προμήθειες για ταξίδι, εφόδια («καὶ νύκεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο», Ομ. Οδ.) 2. τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. ήιος «πορεύσιμος (< είμι «πηγαίνω») … Dictionary of Greek
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek
καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… … Dictionary of Greek